Τα φώτα όλα σβήσανε κι’ ο έρημος διαβάτης,
σαν το κουρέλι σέρνεται σ’ αυτή την σκοτεινιά,
το λεωφορείο πέρασε κι ούτε ένας επιβάτης ,
ούτε ανάσα, ούτε ψυχή στο δρόμο δεν περνά .
Δεν έχει απόψε που να πάει, που να κλάψει, που να αράξει,
κι αν στενάξει, κι αν πεθάνει, άνθρωπος δε θα τον ψάξει.
Τα χέρια του παγώσανε, παλιός ο επενδύτης,
κι αυτός πηγαινοέρχεται στου σκότους τη γιορτή,
το λεωφορείο πέρασε κι ο έρημος αλήτης,
τι ψάχνει, άραγε, να βρει μια νύχτα σαν κι αυτή.
Δεν έχει απόψε που να πάει, που να κλάψει, που να αράξει,
κι αν στενάξει, κι αν πεθάνει, άνθρωπος δε θα τον ψάξει.