Πώς νύχτωσε
κι η θάλασσα πώς έγινε σεντόνι
πώς πύκνωσε
ο χρόνος μες στην κάμαρα
και μας δαγκώνει.
Αυτά και άλλα, θεία απ’ το Σικάγο
χρόνια πολλά στην Οφηλία και Ιάγο.
Μην ανοίγεις πια τη βρύση
θα στερέψουνε τα σύννεφα
άκουσε τη μοναξιά μας.
Πάψε πια να χτίζεις σπίτια
είναι λεξικό η φύση
εκεί θα βρεις τα όνειρά μας.
Ξημέρωσε
κι η μέρα ήρθε πάλι σκουριασμένη
μας κύκλωσε
το παρελθόν αγάπη μου
σε χώρα ξένη.
Χαιρετισμούς στο γέρο Μακρυγιάννη
απ’ τους νεκρούς κανείς, κανείς δε θα πεθάνει.