Στην άκρη του δρόμου ακουμπισμένος,
ακούει το Θεό του να μιλά,
στη χώρα του νότου ακόμη ένας ξένος,
στη γη η καρδιά του χτυπά.
Χιλιόμετρα φόβοι, η ελπίδα κι η στάχτη
ποιος νοιάζεται για το πουθενά,
σκισμένη φυγή, πιασμένη στο φράχτη,
πιο κάτω η ζωή που ξυπνά,
ξυπνάει για δουλειά.
Άγνωστος, κίνδυνος,
φτωχός και επικίνδυνος.
Βυθός σκοτεινός,
στη χώρα του φωτός.
Φωτιά στο βαρέλι τα όνειρα στοίβα,
η νύχτα τραβάει κουπί,
ολόκληρη η γη δική του πατρίδα,
στο βυθό αναμμένο στουπί.
Στο νου του γυρνά μια παράξενη θλίψη
κι αυτή η σιωπή τον φρενάρει,
φοβάται τη μέρα που λίγο θα λείψει,
μια μέρα βουβή του Γενάρη,
δεκαεφτά του Γενάρη.
Άγνωστος, κίνδυνος,
φτωχός και επικίνδυνος.
Βυθός σκοτεινός,
στη χώρα του φωτός.