Τραγούδι για τους φίλους μου
τους παιδικούς που τώρα
βλέπω στα δέκα χρόνια μια φορά,
τραγούδι με τους στίχους του
παρμένους απ’ τη μπόρα
σε γκρίζες πολιτείες του βορρά.
Για `κείνους που σαλπάρανε
σ’ ένα τρελό σαφάρι
λαθρεπιβάτες για τη μοναξιά,
κι εκείνους που μπλοκάρανε
στου κόσμου το κουβάρι
και γέμισαν ερωτηματικά.
Μυρίζει κι άλλο μυστικό
των υπονόμων ο καπνός
στα βάθη κάτω απ’ το μπετόν
παραμονεύει ο σταθμός.
Απ’ τη λαχτάρα τους να δουν
του ήλιου την ανατολή
μείνανε ξύπνιοι άλλη μια βραδιά,
μα ο ήλιος φτάνει ως εκεί
σαν μεθυσμένος με βιολί
κι ένα μπουκάλι άδειο αγκαλιά.
Τσιγάρα, περιοδικά,
πώς μεγαλώνουν τα παιδιά
πώς γύρισε ο κόσμος μια στροφή,
παίξε με πάλι στο πικ απ
να σου κρατήσω συντροφιά
οι άνθρωποι δεν είναι μοναχοί.
Μυρίζει κι άλλο μυστικό
των υπονόμων ο καπνός
στα βάθη κάτω απ’ το μπετόν
παραμονεύει ο σταθμός.