Δεν αντέχω τής καρδιάς τις αλυσίδες,
τής αγάπης το χρυσό κλουβί,
σαν αγρίμι που μυρίζεται παγίδες,
μέσ’ στην τρέλλα μου, την κάνω γυριστή.
Μια τρελή φαγούρα στις πατούσες
νιώθω εδώ και κάμποσο καιρό
κι απ’ τον έρωτα που μού πουλούσες
τίποτα δεν έμεινε, θαρρώ.
Όρτσα τα πανιά, τέρμα το γκάζι,
πέτρα που κυλά δε χορταριάζει,
το νοικοκυριό δε μού ταιριάζει,
αλήτης από κούνια, αλήτης ως τα μπούνια,
αλήτης ταξιδιάρης είμ’ εγώ,
θα πάρω το δισάκι να φύγω ταξιδάκι
στον ψεύτη τον κοσμάκη,
αλήτης ταξιδιάρης να γυρνώ.
Κι αν, για λίγο, τρύγησα τον έρωτά σου,
το ταξίδι για 'μάς τελειώνει εδώ,
πριν βουλιάξω για καλά στην αγκαλιά σου,
τον αλήτικο το δρόμο μου τραβώ.
Κι όσο κι αν με δέρνει το χαλάζι
κι ας μην έχω πού να κοιμηθώ,
το νοικοκυριό δε μού ταιριάζει
και την αλητεία προτιμώ.
Όρτσα τα πανιά, τέρμα το γκάζι,
πέτρα που κυλά δε χορταριάζει,
το νοικοκυριό δε μού ταιριάζει,
αλήτης από κούνια, αλήτης ως τα μπούνια,
αλήτης ταξιδιάρης είμ’ εγώ,
θα πάρω το δισάκι να φύγω ταξιδάκι
στον ψεύτη τον κοσμάκη,
αλήτης ταξιδιάρης να γυρνώ.