Αλλοίμονο, κοπέλα μου, φαρμάκι με ποτίζεις,
μαυρίζεις την ψυχούλα μου, το λογισμό φλογίζεις,
προσμένω να σε ξαναδώ, μιαν ώρα ν’ ανασάνω,
μα εσύ σαν άνεμος περνάς και πέφτω να πεθάνω.
Σ’ ένα σοκάκι σκοτεινό μονάχος μου τα πίνω,
με το τσιγάρο καίγομαι μα τον καημό δε σβήνω.
Γλυκό μελαχροινάκι μου, σαν το φεγγάρι λάμπεις,
άχου και να γινότανε στην αγκαλιά μου να 'μπεις,
να σε κρατώ, να σε φιλώ, να σβήνεις τη φωτιά μου
που καίει τα σπλάχνα μου, αχ, για σένανε κυρά μου.
Σ’ ένα σοκάκι σκοτεινό μονάχος μου τα πίνω,
με το τσιγάρο καίγομαι μα τον καημό δε σβήνω.
Με το τσιγάρο καίγομαι.