Κάτου στης ακροποταμιάς το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς και στη Σεβίλλια πάει.
Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαμψός από του φεγγαριού το φως.
Κάποτε λίγο σταματά, κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει και να το χρυσαφώσει.
Εκεί στης ακροποταμιάς το μονοπάτι να, τον φτάνουν
κάτω απ’ τα κλώνια μιας φτελιάς χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.
Αποβραδίς η ώρα οχτώ τον σέρνουν σε κελί μικρό
απέξω κάθονται φυλάνε πίνουν ρακί και βλαστημάνε.