Άντρας μικρός, που είν’ δυνατός
κι αδύναμος συνάμα
απ’ όξω το χαμόγελο
και μέσα ντου το κλάμα...
Σαν αητός που δεν μπορεί
στα νέφη να πετάξει
γιατί πονούνε τα φτερά
και πίστη μπλιο δεν έχει!
Σε μια κορφή αμοναχός
και παραπονεμένος
είναι και συλλογίζεται
και 'κείνος ο καημένος.
Προσεύχεται στον ουρανό
ο ήλιος να προβάλλει
να πυρωθούνε τα φτερά.
Ο πόνος να λυγάνει
για να μπορέσει στα ψηλά
και πάλι να πετάξει.
Αγάπησε και πόνεσε
μα πρέπει να ξεχάσει
όμως δε θέλει πολεμά
τον πόνο να γελάσει.
Μα δε γελιέται ο πόνος του
κι αθάνατος πομένει
κι ως αν περνούνε οι καιροί
μεσ’ την καρδιά του μένει.
Μα σαν ανοίξουν οι ουρανοί
κι ήλιος ξεπροβάλλει
θα βρει και το κουράγιο του
την πίστη ντου και πάλι
και τα φτερά θα γιάνουνε
σαν λιώσουνε τα χιόνια
κι οι μπόρες θα σταθούνε μπλιο...
Και σαν ανοίξει τα φτερά
στον ουρανό θα φτάξει!
Και τότε σας τη δύναμη
θα 'χει να πολεμήσει
το μαύρο πόνο απού 'χενε
να τονε ξεποκάνει...
Για να μπορεί ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
στον ουρανό να πιαίνει!
Οι ανέμοι να κοπάσουνε
τα χρόνια να περνούνε
και ίσως την ΑΓΑΠΗ ντου
να την ξανανταμώσει!!!