Οι παλιές αγάπες μοιάζουν
με τα εργοστάσια,
οι καρδιές τους που σκουριάζουν
σαν μηχανοστάσια.
Κάτω στην τραπεζαρία
κάτι μάτια σαν βροχές,
τα κορμιά στη γαλαρία
ψάχνουν νύχτα τις ψυχές.
Όμως κάτι κρύα βράδια
παίρνουν μπρος οι μηχανές,
οι εργάτες πιάνουν βάρδια
με τραγούδια και φωνές.
Σαν λιοτρίβια ρημαγμένα
μες στα έρημα χωριά,
τα κορμιά τα ξεχασμένα
ψάχνουν για παρηγοριά.
Κάτι πέτρινα γιοφύρια
ξαγρυπνούν στις ρεματιές
κι είναι σαν τα παραθύρια
που διψάσαν δυο ματιές.