Παιδιά που τρέχουν και καπνοί
και πυροβολισμοί κι οσμή από λιβάνι
τ’ αφέντη που την κυβερνάει
χορεύει κι ύστερα ζητάει
την κεφαλή τ’ Άη Γιάννη.
Όλα κρυφά και μυστικά
τα πάθη σου π’ ανάβουν κι αργοκαίγεσαι
Ιερουσαλήμ, στον Γολγοθά
με τους λαούς σου σταυρωμένους
Ανασταίνεσαι.
Στο σούρουπο που λειώνει τη φωνή του μουεζίνη
Στο τείχος που βουλιάζει ο θρήνος του ραββί
στ’ αεράκι που μύρωσε το σήμαντρο
Ναΐτες π’ ακονίζουν τα μαχαίρια τους
Εκεί σε γνώρισα.
Κι οι τοίχοι της είναι φτενοί
κι’ ακούγετ’ όποιος μπει
και φαίνεται όποιος βγαίνει
και τρέμουν όλα σαν πονάει
ματώνει, σέρνεται, βογγάει
γεννάει την Οικουμένη.