Αντίκρισα τα μάτια σου στο φως των αστεριών
και ένιωσα στα χείλη μου τα ροδοπέταλα σου
Να μην τελειώσει γρήγορα το νούμερο αυτό
κι έρθει ο τέταρτος σκοπός και χάσω τη θωριά σου
Αργοσαλεύει η άνοιξη, θα ξύπνησε θαρρώ
φοράει το νέο της άρωμα, λιγόστεψαν τα χιόνια
Λιγόστεψαν και οι μέρες που θα `μαι μακριά
μα αντί να `μαι χαρούμενος με πνίγει μια υπόνοια
Φοβάμαι να έρθω μήπως και δε σε βρω
Μα θα `ρθω να χτυπήσω κατά πρόσωπο τη μοίρα
Μια κάργια καθισμένη στης σημαίας το σταυρό
Κι εγώ παγωμένος κρατώ σφικτά το γεμιστήρα
Το ξέρω πως πολύ μ’ αγάπησες κι εσύ
Το χάραξες στο σώμα μου τις νύχτες της ξαγρύπνιας
Ακόμα όμως και τότε γνωρίζαμε και οι δυο
πως οι καρδιές ματώνουνε σε δρόμους ουτοπίας