Χιλιάδες ήχοι τριγυρίζουν στο μυαλό μου,
όμως κανείς δε μοιάζει μ’ανθρώπινη φωνή,
σαν όρνια που πετάνε πάνω από ένα πτώμα,
οι σκέψεις μου γδέρνουν, γδέρνουν την ψυχή.
Πότε θα μάθεις πως κανένας δε σ’ακούει.
Πότε θα μάθεις πως κανείς δεν είναι εκεί.
Ενός θεαματικού τέλους είμαι ο θεατής
και δε γερνάω καθόλου με το χρόνο.
Αιώνια θα βλέπω τους άπειρους νεκρούς
στους κουφούς θεούς να ουρλιάζουνε με πόνο.
Πότε θα μάθεις πως κανένας δε σ’ακούει.
Πότε θα μάθεις πως κανείς δεν είναι εκεί.
Σε θρόνους νοερούς, σε ανύπαρκτα παλάτια,
είναι καθισμένοι οι κουφοί θεοί.
Σαρκαστικά χλευάζουν τον πόνο και τη φρίκη
και στ’όνομά τους χαραμίζεται η ζωή.
Πότε θα μάθεις πως κανένας δε σ’ακούει.
Πότε θα μάθεις πως κανείς δεν είναι εκεί.