Ἀχαριστία τ᾿ ἄνομά σου εἶναι γυναίκα
μπορεῖς ν᾿ ἀκούσεις κάθε στόμα νὰ σ᾿ τὸ πεῖ
ὅλων αὐτῶν ποὺ ἡ ζωὴ ἔχει κάνει πέρα,
γιατὶ ἀγάπησαν καὶ πόθησαν πολύ.
Γυναίκας ἴσκιος τώρα πιὰ δὲ μὲ σκιάζει
κι ὅ, τι κι ἂν ποῦνε τὶς ἀγάπησα πολύ,
ὅμως ἡ γκρίνια τους καὶ ἅγιο τρελαίνει
καὶ γιὰ ἕνα τίποτα ξοδεύεται ἡ ζωή.
Θὰ φάω τὰ πάντα καὶ σὰν δαίμονας θὰ γίνω,
θὰ πάω παντοῦ σὲ τόπους ἄλλους, σὲ καιροὺς
καὶ σ᾿ ἀγροκτήματα μεγάλα θὰ τὶς κλείσω,
ψηλὰ μαντρόσκυλα καλὰ νὰ τὶς φυλοῦν.
Μὰ ἡ ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα πολὺ μοιάζει
κι ἂν θὲς νὰ ψάξεις ἴσως εὔκολα θὰ βρεῖς
πὼς ἡ γυναίκα μὲ τὴ φύση της ταιριάζει
καὶ πιὸ ξεκάρφωτοι εἶν᾿ οἱ ἄντρες στὴ ζωή.