Ἔτσι ὅπως πᾶμε, δὲ χωρίζουμε ποτέ,
τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρὸν ἐμᾶς μᾶς φτάνει·
κι ἂν ὅλοι λέν, τὸ αὔριο μὴν τὸ ξεχνᾶς,
ποιὸς ξέρει αὔριο ἂν ζεῖ ἢ ἔχει πεθάνει.
Ἀπ᾿ τὰ Χριστούγεννα, τὸ Πάσχα καὶ μετά,
τὸ καλοκαίρι λίγες μέρες θὰ ἰδωθοῦμε·
κι ὅταν σὲ διώξουν κι ἀπ᾿ τὴ νέα σου δουλειά,
τότες ξανὰ τὶς ἀντιθέσεις μας θὰ δοῦμε.
Μετὰ θὰ φύγεις καὶ θὰ πᾶς στὴν Ἀφρική,
νὰ ἐξαγνιστεῖς λίγο στὸν ἔνοπλο ἀγώνα,
ἐνῷ ἐγὼ μὲ τὸν Μιχάλη συντροφιά,
κοντὰ στὸ τζάκι θὰ περάσω τὸ χειμώνα.