Ἄπονε ἄνθρωπε σκληρέ, στὸ λέω, δὲ μὲ νοιάζει·
γιατί δὲ θὲς ἐμεῖς τὰ δυὸ νὰ γίνουμε ζευγάρι;
Βρ᾿ ὢχ ἀμάν, ἀμάν, ἂχ ποῦ τὸ πᾶς, βάλθηκες νὰ μὲ τρελλάνεις,
τὴν καρδιά σου τὴ σκορπᾶς ἢ μονάχα τὴ φορτσάρεις,
ἂχ δὲν ξέρω τι νὰ πῶ, βρ᾿ ἀμάν, ἂχ ποῦ θὰ βγῶ;
Μὲ λὲς σκληρό, μὰ τι μ᾿ αὐτό, ἔχω καρδιὰ μὲ μπέσα
καὶ μὲς στοὺς δρόμους τριγυρνῶ, πετάω στὸν αἰθέρα
καὶ μὲς στοὺς δρόμους τριγυρνῶ καὶ πέφτω στὸν αἰθέρα.
Βρ᾿ ὢχ ἀμάν, ἀμάν, ...