Ἤκουν δὲ αὐτοὺς ἐπῳδαῖς καὶ τελεταῖς
ἀνοίγειν τοῦ Ἅδου τὰς πύλας
καὶ κατάγειν ὃν βούλονται ἀσφαλῶς
καὶ ὀπίσω αὖθις ἀναπέμπειν!
Πῆρα τὸ μαῦρο πρόβατο ἀπ᾿ τὰ κέρατα
καὶ τριγυρνοῦσα στὸ Στρυμόνα, στὰ βουνὰ
μεσ᾿ στὰ γυμνὰ τὰ βράχια καὶ τὰ ἔλατα
στὸ Τσέγγελ Ντάγ, στοῦ Μάρκου τὰ στενά.1
Καὶ βρήκαμε τὴ νύχτα μὲ φεγγάρι
τοῦ Μάρκο Κράλιεβιτς τὰ λείψανα τὰ ἅγια, 2
τὸ πρόβατο ἔπεσε ἄψυχο κουφάρι
κι ἔψαλα τῶν Βογόμιλων τὰ μάγια!3
Κι ὁ Ἅδης μοῦ ῾κανε μεγάλη χάρη.
Βγῆκε ὁ Μάρκο Κράλιεβιτς σὰ μπόρα
κι εἶπε: Σταθεῖτε, Σλάβοι, Σκιπετάροι, 4
μὴν πολεμᾶτε πιὰ γι᾿ αὐτὴ τὴ χώρα!
Ἀφοῦ θυμᾶστε ἀκόμα τ᾿ ὄνομά μου
ἀξίζω νὰ μοῦ κάνετε χατίρι
νὰ βροῦν ἀναπαμὸ τὰ κόκαλά μου
Τὸ γκρεμισμένο χτίστε τὸ γεφύρι!5