Θυμάται η καρδιά
τα δυο της τα φτερά
ταξίδια που έκαναν μαζί
στο μη, στο όχ, ι στο γιατί.
Τον άνθρωπο ρωτάει
μ’ αυτός δεν απαντάει
αφέντη έχει το μυαλό
και στην καρδιά του φυλαχτό.
Πιάσαν οι λέξεις
τις πρώτες τις θέσεις νωρίς,
και συ με βάζεις
στην μέση να βγω της σκηνής.
Βάλε πορεία για αλλού
δεν είν’ αυτό το λιμάνι
στην ενδοχώρα παντού
τ’ όνειρο έχει πεθάνει.
Φωνάζει η καρδιά
μέσα απ’ το πουθενά
εκεί την έχει το μυαλό
φυλακισμένη από καιρό.
Τα όνειρα κοιτάει
μαζί τους ξενυχτάει
μα κάθε που έρχεται πρωί
στο ίδιο μπαίνουν το κλουβί.