Ὁ Ἀλής1, τ᾿ ἀσλάνι2 τοῦ Θεοῦ, προτοῦ πεθάνει
κάλεσε τὰ παιδιὰ τοῦ στὸ ντιβάνι
τὸν Χουσεῒν3 μαζί με τὸ Χασάνη4
κι εἶπε τὸ τελευταῖο του φιρμάνι:
Τὴ Ζουλφικὰρ προσέχτε τὸ σπαθί μου
νὰ μπεῖ στὴν κάσα μου καὶ πάρτε τὴν εὐχή μου.
Κι ἀφῆστε με μονάχο στὸ πατάρι
ποὺ θά ῾ρθει ἕνας φακίρης νὰ μὲ πάρει.
Τ᾿ ἀγόρια τὸν βολέψαν καὶ κρυφτῆκαν
νὰ δοῦνε ποιὸς θὰ ῾ρχότανε σκεφτῆκαν.
Μὰ ὁ ξένος εἶχε πρόσωπο κρυμμένο,
μὲ πέπλο μυστηρίου σκεπασμένο.
Τ᾿ ἀγόρια τὶς γκαμῆλες πλησιάζουν
ποὺ κουβαλοῦσαν τὸν Ἀλῆ κι ἁρπάζουν
τὸν πέπλο τοῦ φακίρη. Τότε ἐφάνη
ὁ ἴδιος ὁ Ἀλῆς, τοῦ Θεοῦ τ᾿ ἀσλάνι.
Κι ἔφυγε μέσ᾿ στὴν ἔρημο, ἐκεῖ πέρα,
μὰ θὰ ξαναγυρίσει κάποια μέρα
ὁ Ἀλῆς θανάτῳ θάνατον πατήσας,
λιοντάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ψυχῆς σας.