Μέσα στο δάσος συναντιούνται μονοπάτια
σε ένα ρήγμα που αναβλύζει το νερό.
Σ’ είδα όπως τότε να κοιτάς μες τα ρυάκια
να ψάχνεις δρόμους μέσα στο ρηχό νερό.
Είπες πως θα `ρθεις κι ήρθες , ήρθες όπως τότε
μια αυταπάτη που δε θέλησα να ζω
μοιάζεις με γύρη που σκορπίζει στα λιβάδια
Κι αναστατώνει ανθρώπους, μελίσσια και ανθό.
Θα σε βρω μαζί με μένα μες την άγρια πνοή.
Να σε δω γυμνή να μένεις μέχρι την ανατολή.
Φεγγάρι πέφτεις και τον ήλιο εκσφενδονίζεις
στις θάλασσες του νότου σπάνε οι ζυγοί
χρυσό κι ασήμι πώς να ξεχωρίσεις
είχε μονάχα θησαυρούς αυτή η καταστροφή.
Κοίτα με, κοίτα με , κοίταξε με
τι θα δεις δεν ξέρω από τότε.
Κοίτα με, κοίτα με , κοίταξε με
όταν με δεις δε θα `μαι πια εγώ.