Είν’ ο δρόμος τυφλός
είν’ ο φράχτης ψηλός
ακατοίκητο μοιάζει το φως
Η Μαρίνα παιδί
με μια χαίτη ξανθή
στα τακούνια της παίρνει στροφή
Μάτια δίχως βλέφαρα
κορίτσια στη φωτιά
χρυσόσκονη σε γόνιμη αγκαλιά
κόκκινα παράθυρα
παντζούρια ανοιχτά
οι φύλακες πετάξαν τα κλειδιά
Δυο χιλιάδες χρόνια Μόνα Λίζα
στοίχειωσαν της μοναξιάς τη ρίζα
πέτρινα, γυμνά και τρομαγμένα
σ’ ένα κάδο σκουπιδιών ριγμένα
Σε λιβάδια, η καρδιά της πόλης
στον υπόγειο οσμή αλκοόλης
η μητέρα νιώθει πάλι πόνους
κι η ζωή γουστάρει απογόνους
Τα γαρύφαλλα μοβ
αδελφός Ιακώβ
μέσ’ το πάρκο χορεύει γυμνός
Η Ερμού ανοιχτή
η βιτρίνα φτηνή
ανοιξιάτικη πέφτει βροχή
Πλήθος από θαύματα
τα πρόσωπα γνωστά
και όλα στα ματάκια μου μπροστά
Πρίγκηπα της άνοιξης
της πόλης ξωτικό
ο κόσμος μου γεννιέται κάπου εδώ
Δυο χιλιάδες χρόνια Μόνα Λίζα
στοίχειωσαν της μοναξιάς τη ρίζα
πέτρινα, γυμνά και τρομαγμένα
σ’ ένα κάδο σκουπιδιών ριγμένα
Σε λιβάδια, η καρδιά της πόλης
στον υπόγειο οσμή αλκοόλης
η μητέρα νιώθει πάλι πόνους
κι η ζωή γουστάρει απογόνους