Κράμα μετάλλων που λειώνει στο βάθος ντεπόζιτου
Χρώμα πηχτό, συνοικία φυγάδων θολή
Σκηνίτες διπλώνουν τις ώρες σε κάσες οινόπνευμα
Καρότσες στολίζουν τοπία με σκόρπια απειλή
Χρήστες οκνοί μιας πατρίδας που στέκει αόριστα
Συμπυκνωμένη στα δύο της τα λάμδα, μουγκή
Στη μέση μιας πόλης, υγρής αλκοόλης, απόβρασμα
Εριόνα φαλτσάρεις σαν άδειου λαούτου οργή
Μένεις εκεί και δροσίζεις τις ράτσες αλλόθρησκων
Καίγεσαι μόνη, χωρίς οξυγόνου πνοή
Γυμνών απογόνων η τρίτη γενιά των αυτόχειρων
Παρθένου προφήτη, η πρώτη βαθειά εκπνοή
Νύχτα κι η φούστα κατάφατσα στο συρματόπλεγμα
Πως νιώθει ο δράστης μπροστά σ’ ένα θύμα βουβό
Στο πλάι λαμπιόνια κινέζικου δράκου συνώνυμα
Στεγνώνουν στο φάρυγγα τ’ άγριο ουρλιαχτό
Κι όλο βρέχει, κι όλο βρέχει
Κι όλο τρέχει στη θηλιά της
Πίσω να κρυφτεί
Κι όλο στάζει, την τρομάζει
Ο λεκές απ’ το σπασμένο
Κόκκινο γυαλί
Λάσπη στραβώνει το βήμα που σέρνει αιμόφυρτο
Φώτα τυφλώνουν, σειρήνες ωμά απειλούν
Περίπολοι μπαίνουν αργά σ’ ένα χώρο ανώνυμο
Θύμα και θύτης αγνώστων στοιχείων λοιπών
Εριόνα φιγούρα ατόφιου σπασμού και ορίζοντα
Τα δεκατέσσερα χρόνια με φέρνουν κοντά
Πλάι στο στεφάνι που καίει τα σκιάχτρα κι υψώνεται
Στρόγγυλη αψίδα βουτάει
Στης αυγής τη φωτιά
Κι όλο βρέχει, κι όλο βρέχει
Κι όλο τρέχει στη θηλιά της
Πίσω να κρυφτεί
Κι όλο στάζει, την τρομάζει
Ο λεκές απ’ το σπασμένο
Κόκκινο γυαλί