Καθισμένη στο μπαρ σε καθρέφτες που φέγγουν
μια ζωή γελάς,
με τ’ αγόρια που τρέχουν στο ρυθμό της ζωής σου
πάντα ξενυχτάς.
Λυπημένη στη νύχτα που φεύγει πίνεις
και δε με κοιτάς
κι είμαι ο μόνος που ξέρει τον πόνο που κρύβεις
και δε μου μιλάς.
Μες στα χέρια που ανάβουν το τσιγάρο που δίνεις
έχω πια χαθεί,
μες στα μάτια που αστράφτουν στο σκοτάδι που σβήνεις
έχω ξεχαστεί.
Καθισμένη στο μπαρ στους καπνούς που γεμίζουν
τ’ άδειο σκηνικό,
στο παιχνίδι που παίζεις μια ζωή σου δίνω
και σ’ ακολουθώ.
Μυστικά με κοιτάζεις όταν κάποιος σ’ αγγίζει
ψεύτικα γελάς,
και είμαι ο μόνος που ξέρει πως μονάχη όταν μείνεις
θα μ’ αναζητάς.