Μες στα μεσάνυχτα
την πόρτα άνοιξα μα δε σε βρήκα
μια άκρη έπιασα
το νου μου έχασα από την πίκρα.
Κι όσο πέρναγαν οι ώρες
μες στη νύχτα τη βαριά
τόσο έτρεμα απ’ το φόβο
μήπως δε σε δω ξανά.
Το αργό ξημέρωμα ήταν μαχαίρωμα
μιας γνωριμίας
άκουσα βήματα μα ήταν αγήματα
της προδοσίας.
Κι όσο πέρναγαν οι ώρες
μες στη νύχτα τη βαριά
τόσο έτρεμα απ’ το φόβο
μήπως δε σε δω ξανά.