Eψές προψές επέρναγα απ’ τα, μωρέ
ν απ’ τα βουνά της Πιάνας
κι ακώ το γέ μωρέ παιδιά, κι ακώ το γέρο του Mωριά
κι ακώ το γέρο του Mωριά, το γέρο Θοδωράκη
να λέει στα παλληκάρια του, να λέει στα παιδιά του.
Παιδιά μ’ πήρ’ ο χινόπωρος, πήρ’ ο βαρύς χειμώνας,
πέσαν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, γυμνώσαν τα λημέρια,
παιδιά μου να χωρίσουμε, μπουλούκια να γινούμε,
πιάστε τους φίλους τους παλιούς
και τους καλούς κουμπάρους
κι εγώ θα πα στη Zάκυνθο, θα πα να ξεχειμάσω.