Ξύπναγες κάποτε πρωί
και μου γελούσες σαν παιδί,
μύριζες σαν βασιλικός
κι έλεγες "Έχει ο Θεός".
Τώρα τα μάτια σου σβηστά
κοιτάνε πάντα χαμηλά,
ψάχνεις να βρεις μες στη σιωπή
ό,τι δε σου `δωσ’ η ζωή.
Δε φταίω, αγαπημένη
αν δε γύρισ’ ο τροχός,
πολλοί οι πονεμένοι,
τι να κάνει κι ο Θεός.
Δε φταίω, αγαπημένη
αν μας λύγισε η ζωή
μα ό,τι κι αν συμβαίνει
φτάνει που `μαστε μαζί.
Κάποτε έμοιαζ’ η ζωή
σαν μία βόλτα, μια γιορτή,
ήταν ο δρόμος ανοιχτός
κι έλεγες "Έχει ο Θεός".
Τώρα ποτέ σου δε μιλάς,
το τέλος που `ρχεται κοιτάς
και μες στα όνειρα ζητάς
να βρεις αυτά που λαχταράς.