Τι καταδίκη είν’ αυτή
να ζω σαν το ρημάδι,
χωρίς αδέλφια και γονείς,
χωρίς της μάνας χάδι.
Η ορφάνια είναι δράμα,
πίκρες βάσανα και κλάμα.
Απ’ της ορφάνιας τον καημό
κι απ’ το πικρό μαράζι,
το δάκρυ τρέχει σαν βροχή
και η καρδιά στενάζει.
Έχω κλεισμένη τη καρδιά
βαριά και πληγωμένη,
απ’ τους γονείς άλλος κανείς,
δε σε καταλαβαίνει.