Τα πρωινά,
όταν μεταμορφώνεσαι σε ξυπνητήρι,
όταν γίνεσαι αναλώσιμο γραφείου,
συρραπτικό
Ή φθαρμένο ντοσιέ,
τιμολόγιο σε κάποιο γκισέ
νιώθεις το μηδέν ολοστρόγγυλο
να γλιστράει μέσα στα δάχτυλά σου.
Ένα χρυσόψαρο λάμπει
στο στομάχι σου,
το πελώριο παγόβουνο που πλέει
προς το Βορρά
αλλά δε λιώνει,
δε λιώνει
η αναπνοή σου,
από την ανυπομονησία
σε μια στριφογυριστή σκάλα.
Ο ελεύθερος χρόνος
αστείο για ανιστόρητους, σκέφτεσαι
βγαίνοντας βιαστικά έξω
ενώ το φεγγάρι
τρυπάει την κοιλιά του,
πιάνει κουβέντα με την τρελή γιαγιά σου
που περνάει τον καιρό της
σε κάποιο ίδρυμα
βλέποντας νοικιασμένες ταινίες.