Κάνει ζέστη, νέτα σκέτα
κάνει ζέστη σκάσαν τα κλαπέτα
και δεν μπορώ να κοιμηθώ
δεν μπορώ να κοιμηθώ
θα `ρθω να σε πάω ραντεβού
καμία βόλτα στην Ομόνοια
Την πάει, την φέρνει
την πάει και την σέρνει,
τρώει τούμπα πέφτει κάτω
Η Λουλού είναι του παππού
Κρυμμένος στα νησιά
εξόριστος φαντάρος και τουρίστας
από την πολύ απανεμιά
το λουλού για συντροφιά
απέμεινε μονάχος
με ένα χρέος στην πατρίδα
Το λουλού της κόρης
είναι μισή μερίδα
"Τέσσερα πορτοκάλια
τα δυο σαπίσανε
ήρθα για να σε κλέψω μα δε μ’ αφήσανε
με κυνηγήσανε"