Μες το υγρό υπόγειο σε τάβλα και σανίδι
ένα αγρίμι κάθισε σαν πειραγμένο φίδι
παρήγγειλε μια θάλασσα κι ένα κρασί φεγγάρι
ένα Μεγάλο Σάββατο χορό αναστενάρη.
Χορό αναστενάρη, χορό αναστενάρη.
Πόσο χρονώ είναι ο Διγενής
πόσο χρονώ `ναι ο Χάρος
ποτέ δε ρώτησε κανείς
ούτε γνωστός και συγγενής
δε βρήκε αυτό το θάρρος
δε βρήκε αυτό το θάρρος.
Σ’ ένα τραπέζι ξύλινο κουτσό και μεθυσμένο
τα πάθη του ακούμπησε ελάφι λαβωμένο
και σαν πανάρχαια σιωπή και σαν γλυκιά κουβέντα
εχόρευε και έσβηνε τ’ αστέρια στα τσιμέντα.
Τ’ αστέρια στα τσιμέντα, τ’ αστέρια στα τσιμέντα.
Πόσο χρονώ είναι ο Διγενής
πόσο χρονώ `ναι ο Χάρος
ποτέ δε ρώτησε κανείς
ούτε γνωστός και συγγενής
δε βρήκε αυτό το θάρρος
δε βρήκε αυτό το θάρρος..
Πόσο χρονώ είναι ο Διγενής
πόσο χρονώ `ναι ο Χάρος.