Μια γκαρσονιέρα στον ακάλυπτο η καρδιά.
Στάζει σαν έρωτας η χαλασμένη βρύση
που δε μ’ αφήνει σε ησυχία κι ούτε πια
ανοίγει εύκολα, τη δίψα μου να σβήσει.
Κενό ανήλιαγο, πρωτόγονη σπηλιά
θα `χει απλήρωτα κοινόχρηστα αφήσει
κι απ’ το απέναντι μπαλκόνι η αντηλιά
απ’ τα παράθυρα δε λέει να τη φωτίσει.
Μια γκαρσονιέρα στον ακάλυπτο η καρδιά.
Στάζει σαν έρωτας η χαλασμένη βρύση.
Απ’ το ταβάνι κρεμασμένη μια θηλιά
πνίγει τα λόγια που ζητούν αλισβερίσι.
Με κάτι άρρωστα κι αδέσποτα φιλιά
που ο δρόμος τα `φερε και τα `χει παρατήσει.
Μια γκαρσονιέρα στον ακάλυπτο η καρδιά.
Στάζει σαν έρωτας η χαλασμένη βρύση.