Ξυπνάω μ’ ένα φως η μορφή σου ζωντανή
Κι η σκιά που πλησιάζει ψιθυρίζει
Είναι κάτι που σου κρύβω, από την αρχή
Κι είναι αυτό το κάτι, που σε βασανίζει
Ταράζομαι, πετάγομαι, γυρίζω γυμνός
Το κάτι, ενοχή που με τρομάζει
Δεν ξέρω αν υπάρχω ή αν είμαι νεκρός
Και τούτη η σκιά πως με δικάζει
Πες μου, αν σου βγάλουν τη μάσκα που φοράς
Τι θ’απογίνεις
Ρεμάλι στα περίχωρα, της πόλης που σου μοιάζει
Θα γυρίζεις
Σ’ αρέσει να με κρίνεις, να με περιφρονείς
Μισότρελο συχνά να με φωνάζεις
Σκιά που ξενιτεύεται στο τέλος εποχής
Βρισιές και απειλές να μ’ αραδιάζεις
Στους ώμους μια κουβέρτα, μια σημαία δανεική
Κι ορθάνοιχτο παράθυρο στη μέρα
Ξορκίζοντας τ’απέραντο κενό της ενοχής
Φωνάζοντας στο φως μια καλημέρα
Πες μου, αν σου βγάλουνε τη μάσκα που φοράς
Τι θ’ απογίνεις
Δεν είναι η ζωή ένας περίπατος μα μια βουτιά
Της μνήμης
Στ’αδύναμά σου όρια, στου νου τα περιθώρια
Στη λήθη
Στ’αδέσποτά σου όνειρα, στης ρότας σου τ’απόνερα
Στην πλήξη
Εκεί στον κήπο του αδίκου, στο βλέμμα του κατάδικου
Στην πλάνη
Στο πιο κρυφό σου πέρασμα, στης βίας σου το ξέσπασμα
Στα πάθη
Στο δάκρυ της συγγνώμης σου, στα σύνορα της γνώμης σου
Στα λάθη
Στο αχ της αμαρτίας σου, στο μη της εξουσίας
Που σε πλάθει
Αφήνομαι στις σκέψεις μου, στις αναστολές
Κι η μέρα παίρνει τη στροφή, που βγάζει στη γιορτή
Στο δρόμο με τα γυάλινα, κινέζικα βιτρώ
Κι η παγωνιά της μοναξιάς απ’το γιακά μ’αρπάζει
Δεν είμαι εγώ ο ένοχος
Ο γιος της σιωπής
Δεν είμαι εγώ ο ένοχος
Αυτό μόνο να πεις