Χρήστος Τσιαμούλης - Ο Βέλθανδρος και η Χρυσάντζα Şarkı Sözleri
Πάει μίσεψε ο Βέλθανδρος κι άφησε τα παλάτια
τον ακολούθησαν πιστά τρεις φίλοι, τρία άτια
σε μονοπάτι ξενητιάς, σε στράτα βιγλαράτου
ξεπέζεψε και κάθισε με τα παιδόπουλά του.
Ήταν η νύχτα ολόφεγγη, νύχτα σπαρμένη μάγια,
γροικούσε και χαιρότανε με της ψυχής τα μάτια
το ποταμάκι κύλαγε μες στο λιβαδοτόπι
κι ο ταμπουράς του μίλαγε, τραγούδαγε τη νιότη.
Ξάφνου μέσα από το νερό, στων άστρων τη φεγγάδα
φωτίτσαν αναθώρισε κι έφεγγε σαν λαμπάδα,
ξελογιασμένος ο καλός τη φλόγα ακολουθάει,
την κεφαλή του ποταμού μερόνυχτα ζητάει.
Η φλόγα μέσα στο νερό κύλαγε σαν φιδάκι
κι ο Βέλθανδρος καιγότανε στου έρωτα το σαράκι,
το πυροφλογοπόταμο λάβρα ήταν ερώτων,
τον πήγαινε ολοσούμπιτο μες του σεβντά τον τόπο.
Πάνω στο δεκαήμερο, στου φεγγαριού τη χάση,
κάστρο μπροστά του αντίκρυσε κι έλαμπε σαν τοπάζι,
την πύλη του ερωτόκαστρου ο νιούτσικος σαν είδε
τα γόνατά του λύθηκαν, φόβος τον αποπήρε.
Τοίχοι αργυροκάπνιστοι, χρυσά τα παραθύρια
κι οι έρωτες μπαινόβγαιναν με λούλουδα στα χείλια,
η πύλη ήταν λαξευτή με πέτρα Σαρδονίχου
και πάνω είχε γράμματα σε πλάγιο πρώτο ήχο.
«Τον ουκ εφτάσατον ποτέ τα βέλη των ερώτων
μυριοχιλιοκατάρατος στον κόσμο των μη όντων»,
τα διάβασε τα γράμματα κι ώρα πολλή εστάθη
και της Χρυσάντζας η μορφή στο νου του παραστάθη.
Και συστενάζων μυστικώς σε κόσμους απορρήτων
κολλήθηκε καρδιά και νους στον κήπο των χαρίτων,
στις πικρογλυκοχάριτες του έρωτα εδόθη
και στης Χρυσάντζας τον καημό όλος επαρεδόθη.
Πήρε το δρόμο της Τουρκιάς απ’ την Καραμανία
κι έγινε φίλος του Μετζνούν στη μυστική Περσία,
μονάχος του στις ερημιές μερόνυχτα γυρνάει,
μες στης αγάπης τον ντουνιά κοιμάται και ξυπνάει.
Στα μέρη της ανατολής έτυχε και σ’ εμένα
ν’ ακούσω τα τραγούδια του τα μυριοευλογημένα
και από τότε μαρτυρώ του Βέλθανδρου το λόγο,
να μπω στο ερωτόκαστρο απ’ της καρδιάς το δρόμο.