Σε βρήκα κάτ’ απ’ το φεγγάρι
μ’ ένα παράπονο κρυμμένο
να περιμένεις όλη νύχτα
κάποιον που σου ’πε πως θα ’ρθεί.
Ένα Σαββάτο του Γενάρη
κι εσύ με ρούχο σκονισμένο
γυρνούσες κι έλεγες "τι μοίρα!"
κι είπαν πως είχες τρελαθεί.
Τι να σου πω που θα τρομάξεις
και τη φωνή μου θ’ αρνηθείς;
Πώς να σε κάνω να πετάξεις
σε ξένη πόλη να σωθείς;
Πώς να σε κάνω να πετάξεις
αυτή την πόλη ν’ αρνηθείς;
Σε βρήκα στην παλιά στρατώνα
μπροστά σε πύλη γκρεμισμένη
να περιμένεις όλη νύχτα
κάποιον που σου ’πε πως θα ’ρθεί.
Ένα Σαββάτο του χειμώνα
σ’ έν’ άδειο σπίτι ξεχασμένη
αφήνεις ανοιχτή την πόρτα
κι ούτε σε νοιάζει ποιος θα μπει.
Τι να σου πω που θα τρομάξεις
και τη φωνή μου θ’ αρνηθείς;
Πώς να σε κάνω να πετάξεις
σε ξένη πόλη να σωθείς;
Πώς να σε κάνω να πετάξεις
αυτή την πόλη ν’ αρνηθείς;