Ἄ, Μαγιακόφσκι, Μαγιακόφσκι, τρέξε, τρέξε, πρόφτασε
πῶς νὰ τὸν πεῖ κανείς μονάχος του τοῦτον τὸν ἄνεμο
ντελάλης μὲ ντελάλη, σάλπιγγα μὲ τύμπανο, ντελάλης,
ἕνας ντελάλης ὄρθιος στὴν κορφὴ πανύψηλου βουνοῦ χειρονομεῖ, φωνάζει,
κραυγάζει ἕνα χαρούμενο ἄγγελμα στὸν κόσμο πνίγεται ἀπὸ τὴ χαρά του, λαχανιάζει
χειρονομεῖ, φωνάζει, κλαίει,
ο ἄνεμος παίρνει τὴ φωνή του δὲν ἀκούγεται
χρειάζονται χιλιάδες στόματα μαζί, χιλιάδες σάλπιγγες φωνάζει
δίνει σινιάλα μὲ τὰ χέρια του, ἀνεμίζει
ἕνα μεγάλον οὐρανό, ἕνα σύγνεφο, μιὰ κόκκινη παντιέρα,
ὁ ἄνεμος μπλέκει τὶς χειρονομίες του δὲν ξεχωρίζουν τὰ σινιάλα,
οἱ ἄνθρωποι κλαῖνε ἀπ’ τοὺς νεκρούς δὲν καλοβλέπουν
ὁ ἄνεμος τοὺς στεγνώνει τὰ βρεγμένα τσίνορα· λάμπουν τὰ μάτια του,
ὁ ἄνεμος τινάζει πίσω τὸ σακκάκι του σημαῖα
φουσκώνει τὸ πουκάμισό του σὰν πανὶ καραβιοῦ μεσοπέλαγα
ἀναστατώνει τὰ μαλλιά του σὰν τὸ καπνὸ τοῦ καραβιοῦ πού σφιρίζει σιμώνοντας τὸ μέγα λιμάνι
ἐνῶ τὸ φῶς ἀνεβαίνει ἀπ’ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα
κι οἱ σάλπιγγες σημαίνουν ἐγερτήριο στὴν Κόκκινη Πλατεία τῆς Μόσχας
κι οἱ λαοὶ ἀνεμίζουν τὶς σημαῖες τους στὶς προκυμαῖες.
Ἄ, τρέξε Μαγιακόφσκι νὰ τὸν πούμε αὐτὸ τὸν ἄνεμο.
Τρέξε, Σικελιανέ, τρέξε Ἀραγκόν, τρέξε Νερούντα
τρέξε Ναζὶμ Χικμὲτ νὰ τραγουδήσουμε τοῦτον τὸν ἄνεμο.