Κοίτα που βόλεψε πάλι ο καιρός και έχει η νυχτιά το γνώριμο φέγγισμα
η καρδιά των λύκων πες μου πως των κυνηγών να αντέξει το θέρισμα
κοίτα ξεπροβάλλουν απ’ τη κρυψώνα και πες μου αν είναι τα λόγια φτωχά
που γεμίζουν τις άδειες σελίδες του χειμώνα κυριολεκτικά και μεταφορικά
Τέρμα πολύ σκορπίστηκα και έσυρα έξω απ’τη φωλιά στα βαλτοτόπια
τη καθαρή ψυχή μου και τη λιμπίστηκα μετά το δάγκωμα που είχα από οχιά ντόπια
τώρα σειρά μου και έχω μπόλικο συμμάζεμα μα έχω αναμμένη ήδη την πυρά
να ρίξω μέσα να σταχτώσει όλο το χάζεμα παρέα με ότι δε με πήρε στα σοβαρά
μήπως και μυρίσει η μόνη που `χα πεθυμιά αν τα δάκρυα μοιάσουν στις σταγόνες τις βροχής
και γεμίσουν οι ματιές με σκοτιά να γράφω στίχους και να μη κοιμάται κανείς
κάναν μονάχα αδερφέ μου ένα λάθος όταν λογάριαζαν κρυφά όλα τα άλλα
δεν υπολόγισαν και θα ξινίσουν κατά βάθος όταν το θράσεμα κι αυτούς πάρει μπάλα
μη μπολιάζουν λοιπόν την ψυχούλα σου και στείλε μήνυμα αιμάτινο στο βάλτο
για να δούνε ότι βγαίνει απ’ τη καρδούλα σου να λέει πως ποτέ δεν ήσουν από κάτω
Πάψε να φέρεσαι σαν χαμένος
ακόμα δεν δώσαμε τη μάχη
μπολιάσαν την ψυχή σου και στέκεις μπερδεμένος
πριν τη πυρά έγινες στάχτη
ποιος θα σ’αγγίξει πες μου ποιος
γίνε φωτιά γίνε αγκάθι
δεν είσαι μόνος αδερφέ μου ευτυχώς
όταν το τίμημα μαζεύουμε τα λάθη
κοίτα πως κλείνουν τα αρχιδάκια τα αυτιά τους
κάνε τον φόβο πράγμα αμφίδρομο
θα καταλάβεις όταν δεις τη ματιά τους
σαν κατεβαίνεις απ’ τον αντίδρομο...