Έγειρες κι απόκαμες κάπου στη Θηβών
στη στρυφνή πορεία μιας ζωής στο πρηνηδόν
η ρημαγμένη γη σου ψιθύρισε στ’ αυτί
κοίταξε στον ουρανό εκείνη τη μαρμαρυγή
Τα παιδιά σταμάτησαν το παιχνίδι τους για σένα
ο κόσμος βγήκε στις ταράτσες με κεριά
τα ρεμπέτικα σίγησαν στο παλιό το ταβερνάκι
τα φρένα που γλίστρησαν η τελευταία ήταν κραυγή
Ξάφνου είδανε σε σένα ένα θαύμα
ένα μυστήριο που έπρεπε να σεβαστούν
καθώς η τρέλα σου ξεγεννούσε τις φωτιές της
ένας Νέρωνας που αγκαλιάζει τα στενά
Να γαληνεύεις καθώς τραντάζεσαι
Όλοι είδαν τις μάγισσες να `ρχονται απ’ το πουθενά
μαγίστρους να κρατούν από το χέρι τα παιδιά
καταραμένους ποιητές να γελάνε δυνατά
αρχαίους ληστές να κοιτάνε σκεπτικά
Κανείς δεν ήξερε αν θα μείνουνε για πάντα
κανένας δεν φοβόταν τη φωτιά
στέκαν στη μέση μιας ευχής ή μιας κατάρας
σε ξέχασαν μπροστά στο παρελθόν που `χαν ξεχάσει