Τζίμης Πανούσης - Κάθε εμπόριο για καλό Şarkı Sözleri
Η Μαρίνα βύθισε με ανακούφιση τα πρησμένα της πόδια μέσα στο ζεστό νερό που άχνιζε στην πλαστική λεκάνη μπροστά από παλιό σιδερένιο κρεβάτι. Αυτή η λεκάνη μαζί με το κρεβάτι κι ένα ξεχαρβαλωμένο τάβλι ήτανε και τα μοναδικά έπιπλα του δωματίου, όχι όμως και της Μαρίνας που τα υπόλοιπα πράγματα της (ρούχα, κατσαρόλες, καρέκλες) τα είχε στα άλλα δωμάτια του σπιτιού αφού το σπίτι ήτανε τριάρι. Ένα συνηθισμένο διαμέρισμα στου Γκύζη, απέναντι απ’ την Ιπποκράτους. Εδώ έμενε και ο Μανώλης, ο αδελφός της Ελένης που πέθανε στη χούντα από καρκίνο. Τη Μαρίνα αυτός (ταχυδρόμος ήτανε) την είχε να τον περιποιείται και ήταν και κομμάτι τσιμπημένος μαζί της. Λεφτά για να την πληρώνει βέβαια δεν περισσεύανε, γι’ αυτό της είχε παραχωρήσει το ένα δωμάτιο για να μένει και της επέτρεπε να βάζει τα πράγματά της και στα υπόλοιπα δύο για να την υποχρεώσει μπας και του κάτσει. Όταν άνοιγες το παράθυρο στο δωμάτιο της Μαρίνας, φάτσα απέναντι ήτανε το αστυνομικό τμήμα της περιοχής. "Έχεις και θέα στους μπάτσους", της έλεγε ο Μανώλης, γελώντας. Κι η Μαρίνα τσαντιζότανε, γιατί είχε αδελφό χωροφύλακα. Απ’ τα χαράματα σηκωνότανε ο Μανώλης, πήγαινε στο ταχυδρομείο, έπαιρνε το σάκο με τα γράμματα. Μετά ξαναγύριζε πάλι σπίτι, τα `δινε στη Μαρίνα κι έβγαινε αυτή να τα μοιράσει, γιατί ο Μανώλης, μετά την Αλλαγή, είχε πέσει στη πρέζα και δεν τον βαστάγανε τα πόδια του. Ξάπλωνε λοιπόν στο κρεβάτι της Μαρίνας, άνοιγε και το παράθυρο και χάζευε τους μπάτσους απέναντι. Τώρα οι μπάτσοι, βέβαια, τα ξέρανε όλα. Και για την λούφα στο ταχυδρομείο, και για την πρέζα. Αλλά κάνανε τα στραβά μάτια, κι αυτό ο Μανώλης το εκτιμούσε πάρα πολύ. Μια γειτονιά, έλεγε, είμαστε. `Αμα αρχίσει και καρφώνει ο ένας τον άλλον, πάει χαθήκαμε να πούμε. Είχε αποκτήσει και φιλίες με τους σκοπούς. Πιο πολύ είχε συνδεθεί μ’ ένα νεαρό, έναν καινούργιο απ’ την Ήπειρο. Χαρίση τον ελέγανε, το μικρό του δεν του το `χε πει. Τον είχε μπάσει, μάλιστα, και στο σπίτι κάνα δυο φορές και παίξανε τάβλι. Τη μια φορά τους, όμως, τους έκανε τσακωτούς η Μαρίνα και μετά έκανε μεγάλη φασαρία στο Μανώλη, μπας και μπλέξει το νεαρό και έχουνε τραβήγματα. Κι επειδή ο Μανώλης δεν έπαιρνε από λόγια, πήγε μόνη της η κοπέλα και βρήκε τον αστυνόμο και του `πε να μην έρχεται στο σπίτι για να μην χαλάσει την καριέρα του. Του `πε και τα βάσανά της, όλη μέρα ποδαρόδρομο χωρίς να πληρώνεται, πως ήτανε μόνη της στην Αθήνα, δεν είχε κανέναν, συγκινήθηκε ο αστυνόμος, την ερωτεύτηκε, παντρευτήκανε, πήγανε μ’ ένα τρίκυκλο, πήρανε τα πράγματά από το σπίτι και έμεινε ο Μανώλης μόνος του με τρία δωμάτια. Είδε κι αποείδε, Μαρίνα άλλη δεν έβρισκε, γκρέμισε, λοιπόν, τον τοίχο του παραθύρου που `τανε απέναντι από το αστυνομικό τμήμα, το `κανε πόρτα. Έβαλε και μια ταμπέλα από πάνω "Αιτήσεις", είχε και τις γνωριμίες με τα όργανα, μπήκε και σ’ ένα κόλπο με κάτι άδειες ταξί και τώρα έχει δικό του βενζινάδικο ο Μανώλης.