Κάποια νύχτα του Φλεβάρη
που δεν βγήκε το φεγγάρι,
η θεότρελη Μπιρμπίλω
λάκισε από το μύλο,
άφησε παιδιά και άντρα
και πηδώντας απ’τη μάντρα
δίχως να το λογαριάσει
άλλον πήγε ν’ αγκαλιάσει.
κι έτσι ο μυλωνάς στο μύλο
τραγουδάει για την Μπιρμπίλω.
Δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου
βρε Μπιρμπίλω μου,
στάχτη έκανες κι εμένα
και το μύλο μου,
ντιπ μυαλό δεν είχες δράμι
και σε πήρε το ποτάμι,
δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου
βρε Μπιρμπίλω μου.
Πέρασαν δυο τρία χρόνια
κι ένα βράδυ με τα χιόνια
ντροπιασμένη η Μπιρμπίλω
γύρισε ξανά στο μύλο,
κάθισε κοντά στο τζάκι
για να ζεσταθεί λιγάκι
και τον άντρα της κοιτούσε
και συγχώρια του ζητούσε
μα ο μυλωνάς και πάλι
με καημό της ξαναψάλλει.
Δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου
βρε Μπιρμπίλω μου,
στάχτη έκανες κι εμένα
και το μύλο μου,
ντιπ μυαλό δεν είχες δράμι
και σε πήρε το ποτάμι,
δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου
βρε Μπιρμπίλω μου.