Με φρόνηση, με τρέλα,
με το χρυσάφι σου
αφήκες το χωριό σου
και το χωράφι σου.
Τ’ αγόρι π’ αγαπούσες
και που αξημέρωτα
πηδούσε από το φράχτη
και σου ‘κανε έρωτα.
Με σιγουριά χαράζει
η αυγή τη ρότα σου
κι η μοίρα σου κρυμμένη
μες στην κιλότα σου.
Μα οι άνθρωποι ήταν ξένοι
κι η ρότα σου αλλιώτικη,
πληγώσαν τη ψυχή σου
την δονκιχωτική.
Τα φύλλα τώρα πέφτουν
στο περιβόλι σου
και γύρισε πια πίσω
στ’ αραξοβόλι σου.
Και παρ’ τον Παναγιώτη
και καν’ τον ταίρι σου
να σκάβει το χωράφι
και το παρτέρι σου.
Με φρόνηση, με τρέλα,
με το χρυσάφι σου
αφήκες το χωριό σου
και το χωράφι σου.