Οι γέροι όταν σε κοιτούν
δεν βλέπουν μόνο εσένα
πίσω, μακριά κοιτάζουνε
στις άγριες ρεματιές
Την κόλαση που μια φορά
περπάτησαν για σένα
σου την χαρίζουν με παλιές
θαλασσινές φωτιές.
Αυτά που εκείνοι χάσανε
κανένας πια δεν τα `χει
κι από μια αυλαία κόβουνε
κομμάτια να ντυθούν
ρίχνουν πασιέντζες, γδύνονται,
παραμιλούν μονάχοι
κι είναι αργά για να σωθούν
και κάτι να αρνηθούν.
Οι γέροι όταν σε κοιτούν
δεν βλέπουν μόνο εσένα
Τους κόσμους που περπάτησαν
κοιτούν σ’ άλλους καιρούς
Πενθούν γι’ αυτά που θα `ρθουνε
πενθούν για τα κλεμμένα
με τους αγγέλους στέλνουνε
μπιλιέτα στους θεούς.