Ταξίδεψε και έφτασε νύχτα
σ’ έναν έρημο σταθμό
Κάθησε πάνω στη βαλίτσα
είδε τον απόηχο που αφήνουν τα τραίνα
Άκουσε τα πουλιά να πετάνε το φθινόπωρο
μολυβένια μπαλόνια κάτω απ’τις γέφυρες.
Έχει μια ομπρέλα για σπίτι
σ’ έναν δρόμο ποτέ κανείς δε θα μάθει που πηγαίνει...
Έχεις πάντα τα μάτια του ξένου,
ποτέ κανείς δε θα μάθει που πηγαίνεις....
Ζεις σ’ ένα δρόμο που καίει.
Όλα κινούνται σε μέρες θαμπές,
ξοδεύονται σε μανίες φτηνές.
Ο ξένος δε φοβάται αρκεί να ψάξει
τις αλήθειες που αξίζουν
να τον κρατήσουν ζωντανό.
Σ’ ένα δρόμο που καίει
έχει πάντα τα μάτια του ξένου
Έχεις πάντα τα μάτια του ξένου,
ποτέ κανείς δε θα μάθει που πηγαίνεις....