Ξέρω ένα φαράγγι σε μια ερημιά,
που είναι στοιχειωμένο λένε από παλιά
κι όποιος το διαβαίνει κάτι αργατινές,
μέσα απ’ το φαράγγι βγαίνουνε φωνές.
Κι όταν ξημερώνει λένε πως ακούς,
θρήνους της αγάπης κι αναστεναγμούς,
φόβος σε τυλίγει και σε τυραννά
κι όποιος κι αν περάσει, δεν ξαναπερνά.
Μέσα στα γκρεμνά του, κάθε χειμωνιά,
βότανο φυτρώνει για τη λησμονιά,
ποιος θα μου το φέρει να το μυριστώ,
από την αγάπη για να ξεχαστώ.
Ρώτησα να μάθω γέροντες παλιούς,
τι το `χε στοιχειώσει `κείνους τους καιρούς,
μου παν πως θυμούνται κι άκουσαν κι αυτοί
κάποια ιστορία για μια λυγερή.
Που είχε αγαπήσει και προδόθηκε,
έπεσε μες στο φαράγγι και σκοτώθηκε
κι από τότε κάθε βράδυ ζει σαν ξωτικό
και με κλάματα ρωτάει που `ναι ο αγαπώ.