Δεν είναι πλουσιόπαιδο ο φίλος ο δικός μου,
μα είναι άντρας μερακλής, ο πιο όμορφος του κόσμου.
Μεροδούλι, μεροφάι, φτάνει που θα μ’ αγαπάει.
Δεν έχει λούσα και λεφτά, δεν είν’ αριστοκράτης,
δουλεύει σ’ εργοστάσιο, ένας φτωχός εργάτης.
Μεροδούλι, μεροφάι, φτάνει που θα μ’ αγαπάει.
Δυο χρόνια τώρα μ’ αγαπά και γάμο μου `χει τάξει
και σαν εργάτης θα φανεί, στο λόγο του εντάξει.
Μεροδούλι, μεροφάι, φτάνει που θα μ’ αγαπάει.