Τα κάστρα γκρεμιστήκανε οι άμυνες βραχήκανε
γυμνοί αιχμάλωτοι σκυφτά παραπατάνε
θύματα εξιλαστήρια χωρίς ακροατήρια
στα παγοδρόμια του νου παραμιλάνε.
Ξεσπάθωσαν τα ρήματα καρφιά επιχειρήματα
τα θέλω λύγησαν κανείς δε τα μετράει
πελαγωμένα αισθήματα ταμπέλες προαισθήματα
και το ’’γιατί’’ σε ένα ’’γιατί’’ στριφογυρνάει.
Όποιος θέλει να φύγει απ’ το κάδρο γιατί δε το κάνει
το αντίο που τρέμει στη πόρτα αφήνει μελάνι
όποιος θέλει να κλείσει η οθόνη γιατί δε μιλάει
η φωτιά με το λάδι δε σβήνει φουντώνει ξεσπάει.
Μιλάς μα δεν ακούγεσαι ζητάς και αποκρούεσι
κλειστά τα σύνορα ο εχθρός παραφυλάει
τα ξόρκια σε διάταξη τα κόμπλεξ στην ανάταση
κι απ’ τα εξάσφαιρα ο καπνός δε σταματάει.
Τα ένστιχτα ατσαλάκωτα οι επιθυμίες ανάκατα
σπορά στον άνεμο με οργή θυμό και πάθος
μα πριν την αποχώρηση σε άτακτη υποχώρηση
’’ξέχνα ότι έγινε και γράψε πάλι λάθος’’