Η νύχτα είναι βαρειά κι ο γκιώνης κλαίει πάνω στα κλαδιά
κι ο θρήνος του βοριά ζητάει να μπει στο σπιτικό της
μα εκείνη, σιωπηλή, χωρίς λυγμούς και δίχως δάκρυα,
σε κάποια άκρια απόψε γράφει στον καλό της.
Αγαπημένε μου, πάει καιρός που 'χω να πάρω γράμμα σου
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ
και λέω μερόνυχτα κάνε, Θεέ μου παντοδύναμε, το θάμα σου,
στην αγκαλιά μου νικητή να τον χαρώ.
Φέρε μου πάλι της χαράς τα χελιδόνια και το φεγγάρι τ’ αργυρό,
αγαπημένε μου, δεν έχω άλλο πιο πολύτιμο απ’ το γράμμα σου,
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ.
Μέσ’ στο ψυχρό τ’ αμπρί που το φωτίζει ένα μικρό κερί,
με όψη λίγο ωχρή, κοιμούνται όλοι κουρασμένοι,
μα εκείνος, σιωπηλός, χωρίς λυγμούς και δίχως δάκρυα,
σε κάποιαν άκρια, γράφει σ’ αυτήν που τον προσμένει.
Αγαπημένη μου, πάει καιρός που 'χω να πάρω τώρα γράμμα σου,
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ
και λέω μερόνυχτα, κάνε, Θεέ μου παντοδύναμε, το θάμα σου,
στην αγκαλιά μου νικητής να την χαρώ.
Φέρε μου πάλι της χαράς τα χελιδόνια και το φεγγάρι τ’ αργυρό,
αγαπημένη μου, δεν έχω άλλο πιο πολύτιμο από το γράμμα σου,
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ.