Τι κι αν σβήσανε τα φώτα δηλαδή;
Τι κι αν μου `μεινε μονάχα μια αναπνοή;
Δεν πειράζει αν είσαι φίλος ή εχθρός
δε με νοιάζει που αλλάζει κάθε τόσο ο καιρός
Κι όμως κάτι μ’ ενοχλεί
η μοναξιά σ’ αυτή τη γη
σώμα μου χωρίς σκιά
χωρίς καμία συντροφιά
Κάνουμε όνειρα
σαν κι αυτά που κάνουν τα παιδιά:
αληθινά
κι ως τα ξημερώματα
είναι σαν να παίζουμε κρυφτό
αλλού θα σε ψάχνω κι αλλού θα σε βρω
Τι να την κάνω μια χαρούμενη γιορτή
αν το τηλέφωνο σωπαίνει κι η ατζέντα μου κενή
δε με πειράζει να με βασανίσουνε
όσο υπάρχουν δυο ματάκια
να δακρύσουνε
Και πάλι θα ξημέρωνα
μ’ αυτά της πόλης τα ορφανά
ψάχνουν με βλέμμα της ντροπής
για φιλοδώρημα στοργής