Πήραν στρατί-στρατί το μονοπάτι
βασιλοπούλες και καλοκυράδες
από τις ξένες χώρες βασιλιάδες
και καβαλάρηδες απάνω στ’ άτι
Και γύρω-γύρω απ’ της γιαγιάς μου το κρεβάτι
ανάμεσα από δυο χλωμές λαμπάδες
περνούσανε και σαν τραγουδιστάδες
της τραγουδούσαν - ποιος το ξέρει - κάτι
Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη
δε σκότωσε το Δράκο ή την Αράχνη*
και να της φέρει το αθάνατο νερό
Η μάνα μου είχε γονατίσει κάτου
μα απάνω – μια φορά και έναν καιρό –
ο αρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του
ο αρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά