Άσπρος κόρφος, μαύρο φρύδι και ψυχή βαθιά
σκούριασε το δαχτυλίδι, δάχτυλα καρφιά.
Μια Δευτέρα και μια Τρίτη πρώτη μου ομορφιά
έμπασε νερό το σπίτι από τον κορφιά.
Δίχως μάγια, δίχως βάγια, δίχως κόλλυβα
παίζω στο βυθό ναυάγια τη τυφλόμυγα.
Τρεις το ξύδι, τρεις το λάδι φτώχια μου ακριβή
λύκος μπήκε στο κοπάδι, σπίρτο στην πληγή.
Πότε θέση, πότε άρση, ποια διαλεκτική
χρόνια κάτω απ’ τη βάση στη γραμματική.
Μία νίκη, δέκα ήττες όρθιο το κορμί
κατακόκκινες οι νύχτες, μαύρη διαδρομή.
Μία τρίχα, παρά τρίχα, πότε μια τριχιά
μες τα πόδια μου σε είχα κι ήσουνα οχιά.
Χρόνια ψάχνω, στα βραχέα κόκκινο σταθμό
δυο λεξούλες στα αρχαία να βρω λυτρωμό.