Σηκώνω τα βουνά
γυρνώ τη γη ανάποδα
αφήνω τα στενά
να βγω στο δρόμο άφοβα
τα βήματά μου ψάχνουνε πατρίδα
στα σύννεφα πατώ
τα βράδια που χαρίζομαι
ελεύθερα πετώ
μα πέφτω και τσακίζομαι
τα χρόνια μου περνάω στην παγίδα.
Η ξενιτιά είναι μέσα μου
την έχω σαν αντρέσσα μου
και τ’ όνομά μου ξένος
ο κόσμος πάει κι έρχεται
κανένας δε με σκέφτεται
απ’ όλους ξεχασμένος
η ξενιτιά είναι μέσα μου
και στο λαβύρινθο αυτό
νοιώθω χαμένος.
Εδώ που την καρδιά
καρδιά τη λένε άδικα
τα σύνορα κλειστά
αλλά κι αυτά που διάβηκα
μ’ αφήσανε μονάχο μες στα ξένα.