Mέσα στο σκοτάδι πήρα μολύβι και χαρτί
να γράψω ένα γράμμα με παραλήπτη όλη τη γη.
Ξέρω ότι μοιάζει ανώφελο κι ίσως να μη δώσεις σημασία
μα η καρδιά μου απόψε αλλιώς δε θα βρει σωτηρία.
Στα μέρη που γυρνάς, δεν ξέρω αν ζεις τα ίδια.
Δεν ξέρω αν η καρδιά σου έχει χρόνο για ταξίδια.
Δεν ξέρω αν κάθε μέρα έχεις μια μπουκιά φαΐ,
ούτε αν νιώθεις γεμάτος από μια μισή ζωή.
Εδώ το μέλλον μου τσακίζεται από το παρόν
και το παρόν διαγράφει σιγά σιγά το παρελθόν
κι ενώ απών δήλωσα, όλο πισωγυρίζω,
τη ζωή μου δεν αφήνω να πνιγεί στο γκρίζο.
Και πασχίζω απ’ το γκρίζο να δω λίγο γαλάζιο
κι αν οι άλλοι φταίνε με `μένα τα βάζω.
Δισταχτικά ο ήλιος χαράζει. Την αυγή
ν’ ακούσω μια φωνή ν’ αντιλαλεί στη σιωπή,
να δω παιδιά να ζωγραφίζουν λευκές ζωγραφιές
με ζωηρές, γνώριμες, φωτεινές ματιές.
Σταμάτα άνθρωπε να σκοτώνεις φύση και ζώα.
Σταμάτα να με κάνεις ένοχο με όνειρα αθώα.
Μη νεκρώνεις ό,τι σου δίνει χρώμα.
Κατάλαβε πως η γη είναι προέκταση απ’ το σώμα
και πες μου τι παιδιά μεγαλώνεις εδώ,
που όταν ονειρεύονται γκρίζο βλέπουν ουρανό;
Είμαι άνθρωπος κι εξ’ ορισμού, κοιτάω ψηλά,
μα η καρδιά μου κι η καρδιά της γης δε χτυπάνε χωριστά.
Είμαι άνθρωπος της γης, το πιο όμορφο λουλούδι
που μπορεί να τραγουδά και ξεκινάει το τραγούδι.
Ξεκίνα, τραγούδα, πες τους από `μένα,
ο κόσμος μου ήτανε δάκρυα χαμένα.
Άνθρωπε τραγούδα για τα όνειρά μου,
μου κλείνουν το στόμα, τραγουδάει η καρδιά μου.
Γέλα, τραγούδα απόψε στήνουμε γιορτή,
μας προσμένουν οι πιο καθαροί ουρανοί.
Έλα μαζί και πιάσε μου τα χέρια,
χώρο για μας στον ουρανό `καναν τ’ αστέρια.
Σήκω άνθρωπε, θέλω να σ’ ακούω να τραγουδάς,
να κλαις, να γελάς, ν’ αγαπάς, να πονάς.
Αυτή είναι η ομορφιά, αυτή είναι η ζωή μας,
μέχρι τη τελευταία πνοή μας.
Κανείς δεν είναι μόνος ώσπου να γνωρίσει τον άλλο,
και τη ζωή δεν ζεις χωρίς όνειρο μεγάλο.
Η ελπίδα δεν πεθαίνει αν δεν πεθάνεις κι εσύ
κι ο ήλιος πάντα χάνεται μέχρι να `ρθει το άλλο πρωί.
Δε θέλει λογική, γιατί την ζωή στερεύει.
Θέλει χάος μέσα σου, να γεννήσεις ένα αστέρι
που χορεύει κι αν απ’ τον ουρανό κάποια στιγμή κατέβει,
θα `χει δείξει δρόμο σ’ όποιον τον γυρεύει.
Κανείς δεν είπε ότι η ζωή είναι εύκολο μονοπάτι.
Κανείς δεν είπε πως ο άνθρωπος δεν κάνει λάθη.
Μα μόνο απ’ το σκοτάδι φτάνεις στο φως
κι ακόμα και στη συννεφιά ο ουρανός είν’ φωτεινός.
Εμείς σε ορίζουμε ζωή, εμείς κρατάμε τα κλειδιά μας
και τα όνειρα αχνοφαίνονται απ’ τη κλειδαρότρυπά μας.
Άρκεί θάρρος μόνο, μια κίνηση, μια σκέψη
κι η πόρτα που μας κλείνει μόνη της θα πέσει.
Θα σε μαγέψει η ζωή μ’ όποιον σου κρύβει δρόμο.
Όταν αγγίζεις τη καρδιά σου, θα πιάνεις τον κόσμο.
Είμαι μαζί σου, μη νιώθεις μόνος ή μικρός,
ένας κόσμος πιο όμορφος είναι εφικτός.
Όσο θ’ ακούς εγώ θα σε προσμένω.
Στο αχανές θα ταξιδεύω το αιώνιο να υφαίνω,
παιδί που περιμένει να το πιάσεις απ’ το χέρι,
δρόμο να του δείξεις να γίνει πεφταστέρι,
να πραγματοποιήσει τις ευχές που είχες στη πάντα,
τραγούδι να στις κάνει, να μοιάζει με μπαλάντα.
Να πραγματοποιήσεις τις ευχές που είχες στη πάντα
και να στις τραγουδάει μοναχά με μια μπαλάντα.
Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός μην τους πεις
πως μ' εγκατέλειψε η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον κόσμο,
σημείωσε τα μέρη που πέρασα,
τις μάχες που έδωσα.
τα λόγια που είπα,
τα αστέρια που είδα.
Και πες τους,
πες τους από μένα,
πες τους από τα δάκρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη
πως ο κόσμος αυτός είναι όμορφος!
Και θα γίνει ομορφότερος...